κλέβδην
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
Dor. κλέβδαν, Adv. by stealth, A.D.Adv.198.6, EM103.13.
German (Pape)
[Seite 1447] dor. κλέβδαν, verstohlener Weise, heimlich; B. A. 611, 27; E. M. 103, 13.
Greek (Liddell-Scott)
κλέβδην: Δωρ. -δαν, Ἐπίρρ. διὰ κλοπῆς, κρύφα «κλεφτά», Λατ. clam, Α. Β. 611, Ἐτυμολ. Μέγ. 103.
Greek Monolingual
κλέβδην, δωρ. τ. κλέβδαν (Α)
επίρρ. κρυφά, με κλοπή, κλεφτά, λάθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπ-δην με ηχηροποίηση του -π- προ του ηχηρού -δ- < θ. κλεπ- του κλέπτω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. άρδην, φύρδην)].