κλεπτικός
Contents
English (LSJ)
ή, όν, thievish: ἡ -κή (sc. τέχνη) thievery, Pl.R.334b, Luc.DDeor.7.2. Adv. -κῶς Eust.811.41.
German (Pape)
[Seite 1449] zum Stehlen geschickt, geneigt, diebisch; ἡ κλεπτική, sc. τέχνη, die Diebeskunft; Plat. Rep. I, 334 b; Luc. Catapl. 4 u. öfter. – Adv., Eust.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλεπτικός -ή -όν [κλεπτός] van een dief; subst. ἡ κλεπτική ( sc. τέχνη) dievenvak.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κλεπτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον κλέφτη, ο επιρρεπής ή επιδέξιος στο κλέψιμο, ο κλέφτικος
αρχ.
1. λογοκλοπικός, αυτός που αναφέρεται σε λογοκλόπο
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κλεπτική (ενν. τέχνη)
η τέχνη της κλοπής, η κλοπή («μὴ ἐπὶ πάντων,... χρῶ τῇ κλεπτικῇ», Λουκιαν.).
επίρρ...
κλεπτικῶς (Μ)
κλεφτά, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης ή < κλέπτω.
Greek Monotonic
κλεπτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλέφτη· ἡ -κὴ (ενν. τέχνη), η κλοπή, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κλεπτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλέπτην· -ἡ κλεπτικὴ (δηλ. τέχνη), τὸ κλέπτειν, ἡ κλοπή, Πλάτ. Πολ. 334Β, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 2. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 811. 41.