οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
κλεπτουργής, -ές (Α)αυτός που κάνει κλοπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. αληθουργής, νεουργής].