κλεπτουργής

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source

Greek Monolingual

κλεπτουργής, -ές (Α)
αυτός που κάνει κλοπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. αληθουργής, νεουργής].