κλεψίγαμος
English (LSJ)
[ῐ], ον, seeking illicit love, Nonn.D.8.60.
German (Pape)
[Seite 1449] Liebesgenuß stehlend, d. i. ehebrecherisch, buhlerisch, Sp., wie Nonn. D. 8, 60, Κρονίδης.
Greek (Liddell-Scott)
κλεψίγᾰμος: -ον, ὁ κρυφίως συνερχόμενος ξέναις γυναιξὶν ἢ κόραις, μοιχικός, Χρησμ. Σιβ. 3. 204, Νόνν. Δ. 8. 60, Ἐκκλ.· ― κλεψιγαμέω, Τζέτζ. Ὁμ. 152, Ἐκκλ.· κλεψιγαμία, ἡ, Ἐπιφαν. Αἰρ. 59, 6, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κλεψίγαμος, -ον)
αυτός που έχει παράνομες σαρκικές σχέσεις, μοιχός
νεοελλ.
(για παιδιά) αυτός που γεννήθηκε από κλεψιγαμία
αρχ.
αυτός που γίνεται κατά την κλεψιγαμία («κλεψίγαμοί τε φθοραί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -γαμος (< γάμος), πρβλ. ελεγξίγαμος, ζευξίγαμος Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].