κνίδιος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

German (Pape)

[Seite 1461] κόκκος, ὁ, Beere des Strauches θυμελαία, als starkes Abführungsmittel gebraucht, Eubul. bei Ath. II, 66 d.

Greek Monolingual

-ια, -ο (AM κνίδιος, -ία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» — κλασικό αριστούργημα του γλύπτη Πραξιτέλη)
2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδία
αυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων ἄποικοι Κνίδιοι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ κνίδιον
μέτρο χωρητικότητας
2. φρ. «κόκκος κνίδιος» — τα σπέρματα του φυτού θυμέλαια, από τα οποία περασκευαζόταν το καθαρτικό κνιδέλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κνίδος].