κοιλάρφανος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ορφάνεψε από πατέρα πριν γεννηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλιά + ορφανός αντί κοιλιάρφανος].