κολουρόκωνος

From LSJ

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολουρόκωνος Medium diacritics: κολουρόκωνος Low diacritics: κολουρόκωνος Capitals: ΚΟΛΟΥΡΟΚΩΝΟΣ
Transliteration A: kolourókōnos Transliteration B: kolourokōnos Transliteration C: kolourokonos Beta Code: kolouro/kwnos

English (LSJ)

ὁ, truncated cone, Hero Metr.3.22.

Greek Monolingual

κολουρόκωνος, ὁ (Α)
ο κώνος του οποίου κόπηκε το τμήμα της κορυφής, κόλουρος κώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλουρος + κῶνος.