κοντόλογος
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
Greek Monolingual
κοντόλογος, -η, -ον (Μ)
βραχύλογος, σύντομος, περιληπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά < κοντολογώ].