κοπή
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
ἡ,
A cutting, χόρτος εἰς κοπὴν καὶ ἐπινομήν POxy.499.15 (ii A. D.).
2 cutting in pieces, slaughter, LXX Jo.10.20, Ep.Hebr.7.1.
3 κ. τριχός, tax levied on γερδιοραβδισταί, PAmh.2.119.4 (200 A. D.), cf. PFay.58.7 (ii A. D.).
4 breaking up, (νεφῶν) Arist.Mu. 394a34.
5 pounding in a mortar, Alex.Aphr.Pr.1.67.
6 dressing of stone, CPHerm.127 (iii A. D.).
7 striking, minting, νομίσματος Inscr.Délos 461 Aa76 (ii B. C.).
8 divorce, Aq.De.24.3 (1).
II = κόπος II, φλοίσβου μετὰ κοπήν S.Fr.479 codd. Eust. (sed leg. κόπον).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 incision;
2 choc;
3 action de piler dans un mortier;
4 meurtre, carnage.
Étymologie: κόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοπή -ῆς, ἡ [κόπτω] slachting, vernietiging.
German (Pape)
ἡ, das Hauen, Stoßen, der Stoß, Hieb, Arist. mund. 4 und einzeln bei Sp. – Auch = ein abschüssiger Ort, Strab. X.452, f.l. für σκοπή. – Auch = das Gemetzel, NT.
Russian (Dvoretsky)
κοπή: ἡ
1 удар, столкновение (τῶν νεφῶν Arst.);
2 поражение, разгром (τῶν βασιλέων NT).
English (Strong)
from κόπτω; cutting, i.e. carnage: slaughter.
English (Thayer)
κοπῆς, ἡ (κόπτω);
1. properly, several times in Greek writings the act of cutting, a cut.
2. in Biblical Greek a cutting in pieces, slaughter: Judith 15:7.
Greek Monolingual
η (ΑM κοπή) κόπτω
τομή, κόψιμο («κοπή μετάλλων»)
νεοελλ.
1. ποίμνιο, κοπάδι
2. το κούρεμα τών προβάτων και η κατάλληλη εποχή που γίνεται αυτό
μσν.
1. σχήμα, κατατομή
2. περικοπή, μείωση
μσν.-αρχ.
σφαγή («κόπτοντες αὐτοὺς κοπὴν μεγάλην σφόδρα ἕως εἰς τέλος», ΠΔ)
αρχ.
1. κόψιμο μεταλλ. νομισμάτων, νομισματοκοπία
2. σύντριψη, κοπάνισμα σε γουδί
3. μόχθος, κόπος, ταλαιπωρία
4. χτύπημα, κρούση, σύγκρουση
5. διακοπή σχέσεων, διαζύγιο
6. λαβή ξίφους.
Greek Monotonic
κοπή: ἡ (κόπτω), κομμάτιασμα, σφαγή, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κοπή: ἡ, κτύπος, κτύπημα, σύγκρουσις, τῶν νεφῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 7. 2) σύντριψις, κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 67. 3) τομή, κατατομή, φόνος, σφαγή, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ζ΄, 1. ΙΙ. = κόπος ΙΙ, φλοίσβου μετὰ κοπὴν Σοφ. Ἀποσπ. 380.
Middle Liddell
κοπή, ἡ, κόπτω
a cutting in pieces, slaughter, NTest.
Chinese
原文音譯:kop» 可胚
詞類次數:名詞(1)
原文字根:打擊 相當於: (נָכָה)
字義溯源:殺戳,切割,屠殺,殺,殺敗;源自(κόπτω)*=砍)。比較: (σφαγή)=屠宰
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 殺敗(1) 來7:1