κορυμβοφόρος
From LSJ
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
English (LSJ)
κορυμβοφόρον,
A cluster-bearing, κισσός Longus 2.26.
2 ivycrowned, Διόνυσος, γυναῖκες, Nonn. D. 14.311, 24.102.
Greek (Liddell-Scott)
κορυμβοφόρος: -ον, φέρων κορύμβους, κισσὸς Λόγγ. 2. 26. 2) ἐστεμμένος κισσῷ, Διόνυσος γυναῖκες, Νόνν. Δ. 18. 3, κτλ.
Greek Monolingual
-ο (Α κορυμβοφόρος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει κορύμβους, που έχει άνθη με διάταξη κατά κορύμβους
αρχ.
(για πρόσ.) στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυμβος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
German (Pape)
Blütentrauben oder Fruchtbüschel tragend, Nonn. D. 21.53 und öfter; κιττός, Long. 2.26.