κουκέτα

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η
1. μικρό κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου, αλλ. κοκέτα
2. στον πληθ. οι κουκέτες
κρεβάτια, συνήθως παιδικά, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cuccetta].