δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
η1. μικρό κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου, αλλ. κοκέτα2. στον πληθ. οι κουκέτεςκρεβάτια, συνήθως παιδικά, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cuccetta].