κουροθαλής
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek Monolingual
κουροθαλής, -ές, θηλ. και κουροθάλεια (Α)
1. αυτός που θάλλει εκ νέου, που ξαναβλαστάνει
2. αυτός που ανατρέφει νέους («κουροθάλεια δάφνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -θαλής (< θάλος, το < θάλλω), πρβλ. αειθαλής, νεηθαλής, οικοθαλής].
German (Pape)
ές, entweder von κοῦρος und θάλλω, = κουροτρόφος, od. von κουρά und θάλλω, was oben abgeschnitten von Neuem ausschlägt und grünt, wie die Zypresse und der Lorbeer; vgl. CreuzersCreuzers Symbolik II p. 191.