κουροκτόνος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
κουροκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει παιδιά, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφοκτόνος, μητροκτόνος.