κουταμάρα

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του κουτού, βλακεία, χαζομάρα
2. απερίσκεπτη πράξη, ανοησία («ήταν κουταμάρα να πας να τον συναντήσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + επίθημα -αμάρα (πρβλ. βουβαμάρα, σαχλαμάρα)].