κυκνόθρεπτος

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνόθρεπτος Medium diacritics: κυκνόθρεπτος Low diacritics: κυκνόθρεπτος Capitals: ΚΥΚΝΟΘΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: kyknóthreptos Transliteration B: kyknothreptos Transliteration C: kyknothreptos Beta Code: kukno/qreptos

English (LSJ)

κυκνόθρεπτον, reared by swans, Steph.in Rh.301.18, Sch.Lyc. 237.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνόθρεπτος: -ον, ἀνατραφεὶς ὑπὸ κύκνων, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 237.

Greek Monolingual

κυκνόθρεπτος, -ον (AM)
αυτός που έχει ανατραφεί από κύκνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -θρεπτος (< θ. θρεπ- του τρέφω, πρβλ. αόρ. -θρεψ-α), πρβλ. θεόθρεπτος, μελίθρεπτος].

German (Pape)

von Schwänen ernährt, Tzetz. zu Lyc. 237.