κυκνόθρεπτος
From LSJ
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
English (LSJ)
κυκνόθρεπτον, reared by swans, Steph.in Rh.301.18, Sch.Lyc. 237.
Greek (Liddell-Scott)
κυκνόθρεπτος: -ον, ἀνατραφεὶς ὑπὸ κύκνων, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 237.
Greek Monolingual
κυκνόθρεπτος, -ον (AM)
αυτός που έχει ανατραφεί από κύκνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -θρεπτος (< θ. θρεπ- του τρέφω, πρβλ. αόρ. ἔ-θρεψ-α), πρβλ. θεόθρεπτος, μελίθρεπτος].
German (Pape)
von Schwänen ernährt, Tzetz. zu Lyc. 237.