κυματίζω
German (Pape)
[Seite 1530] Wellen erregen, durch die Wellen in Bewegung setzen, pass., Arist. H. A. 9, 37, οὔτε κυματιζόμεναι αἰσθάνονται, u. Sp.
Greek Monolingual
(AM κυματίζω) κύμα
προκαλώ κυματισμό, σηκώνω κύματα, κάνω κύματα
νεοελλ.
μτφ. κινώ κάτι ή κινούμαι κυματοειδώς («η σημαία κυματίζει»)
μσν.
1. χτυπώ, προσκρούω
2. (για τα μάτια) ανοιγοκλείνω γνέφοντας, παιχνιδίζω
3. φρ. «κυματίζω τὴν γλῶσσάν μου» — λέω ανοησίες, μιλώ ανόητα ή παράλογα
αρχ.
μέσ. κυματίζομαι
μέ χτυπούν τα κύματα ή κλυδωνίζομαι, αναταράζομαι όπως τα κύματα.