κυνδαλοπαίκτης
From LSJ
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
English (LSJ)
v. κυνδαλισμός.
Greek Monolingual
κυνδαλοπαίκτης, ὁ (Α)
αυτός που παίζει κυνδαλισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνδάλη + παίκτης.
German (Pape)
ὁ, der κυνδαλισμός spielt, Poll. a.a.O., Hesych.