κυριέγκλειστος

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

Greek Monolingual

κυριέγκλειστος, ὁ (Μ)
ηγούμενος μοναστηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + ἔγκλειστος].