κυστεοκήλη

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

η
κήλη της ουροδόχου κύστεως διά μέσου του πρόσθιου τοιχώματος του κολεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystocele < cysto(o)- (βλ. κυστεο-) + -cele (< κήλη)].