κωνόδοντα

From LSJ

Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht

Menander, Monostichoi, 298

Greek Monolingual

τα
(παλαιοντ.) μικροσκοπικά οδοντοειδή απολιθώματα που αποτελούνται από φωσφορικό ασβέστιο και είναι υπολείμματα μικρών θαλάσσιων ασπονδύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. conodonta < αγγλ. con(o)- (< κῶνος) + -odonta < ὀδούς, ὀδόντος].