κωπήρης

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπήρης Medium diacritics: κωπήρης Low diacritics: κωπήρης Capitals: ΚΩΠΗΡΗΣ
Transliteration A: kōpḗrēs Transliteration B: kōpērēs Transliteration C: kopiris Beta Code: kwph/rhs

English (LSJ)

κωπήρες, (ἀραρίσκω)
A furnished with oars, στόλος A.Pers.416; στρατός S.Fr.142.16; σκάφος E.Hel.1381; πλοῖον Th.4.118; κωπῆρες (sc. πλοῖον), τό, Plu.Ant.65, etc.
II holding the oar, χείρ E.Tr.160 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1546] ες, mit Rudern versehen; στόλος Aesch. Pers. 408; σκάφος Eur. Hel. 1397; πλοῖον Thuc. 4, 118; πορθμεῖα Plut. Alex. 63; a. Sp.; τὸ κωπῆρες, das Ruderschiff, Plut. Ant. 66; D. C. 56, 27. – Das Ruder haltend, χείρ Eur. Troad. 161.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
garni de rames ; τὸ κωπῆρες barque garnie de rames.
Étymologie: κώπη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωπήρης -ες [κώπη, ἀραρίσκω] van roeiriemen voorzien:; κωπήρης χείρ menigte roeiers Eur. Tr. 160; subst. τὸ κωπῆρες roeiboot.

Russian (Dvoretsky)

κωπήρης:
1 снабженный веслами (σκάφος Eur.; πλοῖον Thuc.; πορθμεῖα Plut.): κ. στόλος Aesch. весельные корабли;
2 держащий весло (χείρ Eur.).

Greek Monolingual

-ες (Α κωπήρης, -ῆρες)
αυτός που είναι εφοδιασμένος ή κινείται με κουπιά, κωπήλατος («ἔθραυον πάντα κωπήρη στόλον», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αυτός που κρατά το κουπίκωπήρης χείρ», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὁ κωπῆρες
πλοίο που κινείται με κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, εφοδιάζω»), πρβλ. κισσήρης, ξιφήρης. Το -η- λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].

Greek Monotonic

κωπήρης: -ες (*ἄρω),
I. εξοπλισμένος με κουπιά, σε Αισχύλ., Ευρ., Θουκ.
II. αυτός που κρατά το κουπί, χείρ, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κωπήρης: -ες, ἔχων κώπας, ἐφωδιασμένος μὲ κώπας, στόλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 416· σκάφος Εὐρ. Ἠλ. 1381· πλοῖον Θουκ. 4. 118. κωπῆρες (ἐνν. πλοῖον), τό, Πλουτ. Ἀντών. 65, κτλ. ΙΙ. ὁ κρατῶν τὴν κώπην, χεὶρ Εὐρ. ἐν Τρῳ. 161.

Middle Liddell

κωπ-ήρης, ες [*ἄρω]
I. furnished with oars, Aesch., Eur., Thuc.
II. holding the oar, χείρ Eur.

English (Woodhouse)

oared

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

remis actus, moved by oars, 4.118.5.