κωφαίνω

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source

Greek Monolingual

κωφαίνω (Α)
ξεκουφαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. κωφῶ, κατά τα ρήματα σε -αίνω].