κύπρινος

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπρῐνος Medium diacritics: κύπρινος Low diacritics: κύπρινος Capitals: ΚΥΠΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kýprinos Transliteration B: kyprinos Transliteration C: kyprinos Beta Code: ku/prinos

English (LSJ)

(A), η, ον, made of copper, ἧλος PMag.Lond.121.466.

(B), η, ον, made from the flower of κύπρος, ἔλαιον Edict. Diocl.Delph. 10:—esp. as substantive κύπρινον (sc. μύρον), τό, oil or unguent made from the flower of the κύπρος, Apollon.Heroph. ap. Ath.15.688f, Dsc.1.55, Aret.CA1.2; also of a plaster, Androm. ap. Gal.13.494.

Spanish

de cobre

Greek Monolingual

(I)
κύπρινος, -ίνη, -ον (Μ) κύπρον
χάλκινος.
(II)
κύπρινος, -ίνη, -ον (Α) κύπρος
1. αυτός που παρασκευαζόταν από τα ευωδέστατα άνθη του φυτού κύπρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κύπρινον
α) έλαιο ή μύρο που παρασκευαζόταν από τα άνθη του φυτού κύπρος
β) έμπλαστρο.

Léxico de magia

-ον de cobre ref. a un clavo γράφε ἐν ἥλῳ κυπρίνῳ ἀπὸ πλοίου νεναυαγηκότος escribe con un clavo de cobre de un barco que haya naufragado P VII 466