λάπαξις
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
-εως, Ion. -ιος, ἡ,
A evacuation of the bowels, Arist.Ph. 197b24, Pr.935b30, Gal.19.199; (ὑστέρης) Aret.CA2.10.
German (Pape)
[Seite 16] ἡ, = λαπαγμός, Arist. prob. 23, 39 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
λάπαξις: εως (λᾰ) ἡ физиол. опорожнение Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λάπαξις: ἡ, κένωσις τῶν ἐντέρων, Ἀριστ. Φυσ. 2. 6, 5, Προβλ. 23. 38, Ἀρεταί. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 10.