λίφαιμος
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
λίφαιμον, lacking blood, Emp.100.1; pallid, Hp.Mul.2.119, 125.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
λίφαιμος: (λῐ) бескровный, обескровленный (σαρκῶν σύριγγες Emped.).
Greek (Liddell-Scott)
λίφαιμος: -ον, ὁ λειπόμενος αἵματος, ὁ ἐνδεὲς ἔχων αἷμα, Ἐμπεδ. 343· ὠχρός, Ἱππ. 643. 8., 645. 31· - ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.
Greek Monolingual
λίφαιμος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει πολύ αίμα, χλομός, ωχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιφ- (< λιπο-) + -αιμος (< αἷμα)].