λαβραγορώ

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

Greek Monolingual

λαβραγορῶ, -έω (Α) λαβραγόρης
φλυαρώ με θρασύτητα.