λαεργής

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱεργής Medium diacritics: λαεργής Low diacritics: λαεργής Capitals: ΛΑΕΡΓΗΣ
Transliteration A: laergḗs Transliteration B: laergēs Transliteration C: laergis Beta Code: laergh/s

English (LSJ)

λαεργές, made of stone, Nic.Th.708 (v.l. εὐεργής).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱεργής: -ές, εἰργασμένος ἐκ λίθου, Νικ. Θ. 707 (ἀλλ. εὐεργής).

Greek Monolingual

λαεργής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθοεργής, μυλοεργής].

German (Pape)

[ᾱ], ές, aus Steinen gemacht, Nic. Ther. 708, v.l. εὐεργής.