λαλουμένη

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353

Greek Monolingual

η λαλώ
η γλώσσα της καθημερινής ζωής, η γλώσσα του λαού, η γλώσσα που μιλιέται, η δημοτική, σε αντιδιαστολή προς την καθαρεύουσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλουμένη (ενν. γλώσσα), ουσιαστικοποιημένη μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. λαλώ].