λαμαϊσμός
Greek Monolingual
ο
εσφαλμένη ονομασία του θιβετιανού βουδισμού, που αποτελεί παραλλαγή του βουδισμού μαχαγιάνα και που, με τη σημερινή μορφή του, διαδόθηκε μεταξύ τών Θιβετανών, τών Μογγόλων, τών Καλμούχων και τών Τουβίνων από τον Ατίζα, ο οποίος απλοποίησε τη λατρεία και εισήγαγε στο Θιβέτ ένα θεοκρατικό μοναχικό σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lamaϊsme < lama: λάμα (ΙΙ) + κατάλ. -isme. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη].