Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ο, θηλ. λαμαΐστριαο οπαδός του λαμαϊσμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lamaist < lama «λάμα (ΙΙ)»]·