λαξ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek Monolingual
(Α λάξ)
επίρρ. νεοελλ. φρ. «πυξ και λαξ» ή «πυξ λαξ» — με γροθιές και με κλοτσιές («πυξ λαξ τον έδιωξαν από το σπίτι»)
αρχ.
με το πόδι, με τη φτέρνα (α. «λὰξ ἐν στἡθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ.
β. «ἀθέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσης», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Επιρρμ. τ. που μπορεί να συγκριθεί με τους συγγενείς τ. γνύξ, πύξ, ὀδάξ. Συνδέεται πιθ. με λατ. calx «πτέρνα» > κλάξ > λάξ με ανομοιωτική σίγηση του αρχικού κ-. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με λέξεις που σημαίνουν «πηδώ, ορμώ»: ληκᾶν ή ληκεῖν «το να χορεύεις ρυθμικά», λιθουαν. lakstus «γρήγορος, ορμητικός» και lekiu, lēkti «τρέχω, ορμώ». Ο τ. συνδέεται με το λακτίζω].