λείριος
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
λείριον,
A = λειριόεις, ἄνθεμον Pi.N.7.79.
II of the voice, A.R.4.903, Orph.A.253.
III of the eyes of youth, ὄμματα B.16.95.
German (Pape)
[Seite 26] = λειριόεις; λείριον ἄνθεμον, von den Korallen, Pind. N. 7, 79; ὄπα λείριον ἵεσαν Ap. Rh. 4, 903; Orph. Arg. 251.
Russian (Dvoretsky)
λείριος: лилейный (ἄνθεμον Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
λείριος: -ον, = λειριόεις· ἐν Πινδ. Ν. 7. 116, λείριον ἄνθεμον ὑπάρχει, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 903, Ὀρφ. Ἀργ. 251, Ἡσύχ.
English (Slater)
λείριος lily-like καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας coral (N. 7.79)
Greek Monolingual
λείριος, -ον (Α) λείριον
1. αυτός που μοιάζει με κρίνο
2. (για το βλέμμα τών νέων) λαμπρός, γλυκύς
3. (για τη φωνή) τρυφερός, γλυκύς, χαριτωμένος, απαλός.
Greek Monotonic
λείριος: -ον, = λειριόεις, σε Πίνδ.