λεμόνι

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source

Greek Monolingual

και λεϊμόνι, το (Μ λεμόνιον)
1. ο ωοειδής κίτρινος καρπός της λεμονιάς
2. ο χυμός του λεμονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. λεμόνιον < ιταλ. limone < περσ. lĩmun. Ο τ. λεϊμόνι με ανάπτυξη -ι-, πιθ. με επίδραση του αραβ. laymūn.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. λεμονιά(-έα)
(νεο-ελλ.) λεμονάδα, λεμονής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. λεμονανθός, λεμονοδάσος, λεμονόζουμο, λεμονόκουπα, λεμονόπιτα, λεμονοπορτόκαλο, λεμονόστυμμα, λεμονοστύφτης, λεμονόφλουδα. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αβγολέ(ι)μονο, γλυκολέ(ι)μονο, ζαχαρολέμονο, κιτρολέ(ι)μονο, λαδολέμονο, ξινολέ(ι)μονο, σαπιολέμονο].