λεπτοσκελής

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοσκελής Medium diacritics: λεπτοσκελής Low diacritics: λεπτοσκελής Capitals: ΛΕΠΤΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: leptoskelḗs Transliteration B: leptoskelēs Transliteration C: leptoskelis Beta Code: leptoskelh/s

English (LSJ)

λεπτοσκελές, thin-shanked, Arist.PA684a10: Comp. λεπτοσκελέστερος Id.HA505b16.

German (Pape)

[Seite 31] ές, dünnschenklig, mit dünnen Beinen, Arist. part. anim. 4, 8, compar., H. A. 2, 14.

Russian (Dvoretsky)

λεπτοσκελής: с тонкими ножками, тонконогий (σκολόπενδραι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοσκελής: -ές, ἔχων λεπτὰ τὰ σκέλη, ἰσχνά, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 8, 4· - σκελέστερος ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 14, 3.

Greek Monolingual

λεπτοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά, ισχνά σκέλη («πολύποδες μᾶλλον καὶ λεπτοσκελέστεραι τῶν χερσαίων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυσκελής, ισοσκελής].