λευκωματουρία

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. η παρουσία λευκώματος στα ούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].