Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ληινόμος: -ον, κατοικῶν ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἀγρότης, Ἀνθ. Πλανούδ. 94.
ληϊνόμος, -ον (Α)αυτός που κατοικεί στους αγρούς, αγρότης, ξωμάχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊον «αγρός σπαρμένος με σιτάρι» + -νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αγορανόμος, παιδονόμος.
ληι-νόμος, ον νέμωdwelling in the country, Anth.