λοσιόν

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411

Greek Monolingual

η
υγρό, αλκαλούχο ή όχι, σκεύασμα για την περιποίηση του δέρματος και τών μαλλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lotion (< λατ. lotion, -onis «πλύση» < lotus, lautus, μτχ. παρακμ. του λατ. lavo «πλύνω»)].