λοφόομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass., to be raised up, grow into a ridge or hill, Eust. ad D.P.638 (of Mt. Taurus).
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
s'élever, former une colline.
Étymologie: λόφος.
Greek (Liddell-Scott)
λοφόομαι: Παθ., ὑψοῦμαι, Εὐστ. π. Διον. Π. 638 (ἐπὶ τοῦ ὄρους Ταύρου).
Greek Monotonic
λοφόομαι: (λόφος), Παθ., υψώνομαι.