Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
λυκόθηρ: όθηρος, = τῷ ἑπομ., Μεθόδ. 393C.
λυκόθηρ, -ηρος, ὁ (ΑM)βλ. λυκοθήρας.