λυκόθηρ

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek (Liddell-Scott)

λυκόθηρ: όθηρος, = τῷ ἑπομ., Μεθόδ. 393C.

Greek Monolingual

λυκόθηρ, -ηρος, ὁ (ΑM)
βλ. λυκοθήρας.