λυσιχίτων

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐχίτων Medium diacritics: λυσιχίτων Low diacritics: λυσιχίτων Capitals: ΛΥΣΙΧΙΤΩΝ
Transliteration A: lysichítōn Transliteration B: lysichitōn Transliteration C: lysichiton Beta Code: lusixi/twn

English (LSJ)

[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ, with loose tunic, Nonn. D. 5.407.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσῐχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν λυτὸν χιτῶνα, δηλ. ἄνευ ζώνης, Νόνν. Δ. 5. 407.

Greek Monolingual

λυσιχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορεί λυτό χιτώνα, δηλ. χωρίς ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -χίτων (< χιτών), πρβλ. φαιοχίτων, χαλκοχίτων].

German (Pape)

[ῡ], ωνος, mit gelöstem, abgelegtem Unterkleide, Nonn. D. 5.407.