μίκα

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

η
η μαρμαρυγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mica «ψήγμα» (πρβλ. αγγλ. και γαλλ. mica)].