μακρολογώ

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

Greek Monolingual

(AM μακρολογῶ, -έω) μακρολόγος
1. μιλώ διεξοδικά, μακρηγορώ, πολυλογώ
2. απεραντολογώ, φλυαρώ.