μακρόπνους
From LSJ
English (LSJ)
-ουν, contr. for μακρόπνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
1 qui a le souffle long;
2 qui vit longtemps.
Étymologie: μακρός, πνέω.
Greek Monolingual
-ουν και μακρόπνοος, -η, -ο (Α μακρόπνους, -ουν και -οος, -οον)
1. αυτός που αναπνέει με βαθιά αναπνοή
2. αυτός που διαρκεί επί πολύ χρόνο, που έχει μεγάλη διάρκεια, μακρύς
νεοελλ.
1. αυτός που απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να πραγματοποιηθεί («μακρόπνοο πρόγραμμα»)
2. μεγαλεπήβολος («μακρόπνοα σχέδια»)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μακρόπνους
αυτός που αναπνέει βαθιά
2. μτφ. πληκτικός, κουραστικός, ανιαρός («ἕλκεις μακρόπνουν ζωάν», Ευ p.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -πνους (< πνοή), πρβλ. δύσ-πνους, ευθύ-πνους].
Middle Liddell
μακρό-πνους, ουν
long-breathed, long-protracted, wearisome, Eur.