μακρόπνους

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόπνους Medium diacritics: μακρόπνους Low diacritics: μακρόπνους Capitals: ΜΑΚΡΟΠΝΟΥΣ
Transliteration A: makrópnous Transliteration B: makropnous Transliteration C: makropnous Beta Code: makro/pnous

English (LSJ)

-ουν, contr. for μακρόπνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
1 qui a le souffle long;
2 qui vit longtemps.
Étymologie: μακρός, πνέω.

Greek Monolingual

-ουν και μακρόπνοος, -η, -ο (Α μακρόπνους, -ουν και -οος, -οον)
1. αυτός που αναπνέει με βαθιά αναπνοή
2. αυτός που διαρκεί επί πολύ χρόνο, που έχει μεγάλη διάρκεια, μακρύς
νεοελλ.
1. αυτός που απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να πραγματοποιηθεί («μακρόπνοο πρόγραμμα»)
2. μεγαλεπήβολος («μακρόπνοα σχέδια»)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.μακρόπνους
αυτός που αναπνέει βαθιά
2. μτφ. πληκτικός, κουραστικός, ανιαρός («ἕλκεις μακρόπνουν ζωάν», Ευ p.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -πνους (< πνοή), πρβλ. δύσ-πνους, ευθύ-πνους].

Middle Liddell

μακρό-πνους, ουν
long-breathed, long-protracted, wearisome, Eur.