μαρτυρολόγιον

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek (Liddell-Scott)

μαρτυρολόγιον: τό, βιβλίον περιέχον βίους μαρτύρων τῆς πίστεως, Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. τ. 10, σ. 148 κἑξ.

Greek Monolingual

το (AM μαρτυρολόγιον)
οι διασωθείσες περιγραφές του θανάτου χριστιανών μαρτύρων καθώς και το βιβλίο που περιέχει τέτοιες περιγραφές, αλλ. μαρτύριο(ν)
νεοελλ.
1. σειρά από ταλαιπωρίες
2. κατάλογος τών ατόμων που μαρτύρησαν για τις ιδέες τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυρας + -λόγιο(ν)].