μεγασθενής
Contents
English (LSJ)
ές, A = μεγαλοσθενής, Γαιάοχος, Λοξίας, Pi.O.1.25, A. Eu.61; Τιτυός A.R.1.181; also μ. χρυσός Pi.I.5(4).2; χρησμός A. Ch.269, cf. Trag. ap. PGrenf.2.1 (b).
German (Pape)
[Seite 110] ές, = μεγαλοσθενής; Γαιάοχος, Pind. Ol. 1, 25; auch χρυσός, I. 4, 2; Ἐρινύς, Aesch. Spt. 70 u. öfter; Λοξίας, Eum. 61; sp. D., wie Maneth. 3, 357.
Greek (Liddell-Scott)
μεγασθενής: -ές, = μεγαλοσθενής, ὁ ἔχων μέγα σθένος, μεγάλην δύναμιν, ἐπὶ θεῶν, Πινδ. Ο. 1. 38, Αἰσχύλ. Εὐμ. 61, κτλ.· καί, μ. χρυσὸς Πινδ. Ι. 5 (4). 2· χρησμὸς Αἰσχύλ. Χο. 270.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
doué d’une grande force.
Étymologie: μέγας, σθένος.
English (Slater)
μεγασθενής
1 mighty in strength μεγασθενὴς Γαιάοχος Ποσειδάν (O. 1.25) σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων pr. (I. 5.2) Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστότεχνα πάτερ Zeus fr. 57. 1.
Spanish
Greek Monolingual
μεγασθενής, -ές (Α)
αυτός που έχει εξαιρετικά μεγάλη δύναμη, πανίσχυρος, παντοδύναμος (α. «μεγασθενὴς Γαιάοχος», Πίνδ.
β. «μεγασθενῆ νόμισαν χρυσόν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγα- + -σθενής (< σθένος), πρβλ. λιπο-σθενής, ολιγο-σθενής].
Greek Monotonic
μεγασθενής: -ές, = μεγαλοσθενής, σε Πίνδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μεγασθενής: Pind., Aesch. = μεγαλοσθενής.
Middle Liddell
μεγα-σθενής, ές = μεγαλοσθενής, Pind., Aesch.]