μεγεθουργός
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
μεγεθουργός: -όν, μεγαλουργός. Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 382, ϛʹ, 219, ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
μεγεθουργός, -όν (Μ)
αυτός που επιχειρεί και εκτελεί μεγάλα έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγεθος + -ουργός].
μεγεθουργός: -όν, μεγαλουργός. Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 382, ϛʹ, 219, ἔκδ. Λ.
μεγεθουργός, -όν (Μ)
αυτός που επιχειρεί και εκτελεί μεγάλα έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγεθος + -ουργός].