μελαγχολάω
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
to be atrabilious, melancholy-mad, Ar. Av.14,Pl.12,366,903, Pl.Phdr.268e, D.48.56, Alex.211, Men.Sam. 218, Gal.1.500, etc.
German (Pape)
[Seite 118] schwarzgallig sein, an schwarzer Galle leiden, melancholisch sein, Ar. Av. 14 Plut. 12 u. öfter; rasen, ὦ μοχθηρὲ μελαγχολᾷς, Plat. Phaedr. 268 e; οὐ μόνον ἄδικος, ἀλλὰ καὶ μελαγχολᾶν δοκῶν, Dem. 48, 56; τοῖς κακοῖς, Luc. Tim. 8.
French (Bailly abrégé)
μελαγχολῶ :
avoir la bile noire, l'humeur noire, être sombre ou triste.
Étymologie: μελάγχολος.
Russian (Dvoretsky)
μελαγχολάω: страдать разлитием черной желчи, т. е. находиться в состоянии безумия, быть безумным Plat., Arph., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγχολάω: πάσχω ἐκ μελαγχολίας, εἶμαι παράφρων ἐκ μελαγχολίας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 14, Πλ. 12, 366, 903, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε.
Greek Monotonic
μελαγχολάω: είμαι μελαγχολικός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
μελαγχολάω,
to be atrabilious, Ar., Plat. [from μελάγχολος