μελαχρινός
Greek Monolingual
και μελαγχροινός, -ή, -ό (Α μελαγχρινός, -ή, -όν)
αυτός που έχει σκούρα, μαυρειδερή, μελαψή επιδερμίδα και μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μελάγχρους + κατάλ. -ινός].
και μελαγχροινός, -ή, -ό (Α μελαγχρινός, -ή, -όν)
αυτός που έχει σκούρα, μαυρειδερή, μελαψή επιδερμίδα και μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μελάγχρους + κατάλ. -ινός].