μετακινώ

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

(ΑM μετακινῶ, -έω, Μ και μετακουνώ)
1. τοποθετώ κάποιον ή κάτι από μια θέση σε άλλη, μετατοπίζω, μεταθέτω, μεταφέρω αλλού
2. μέσ. μετακινούμαι, -έομαι
μεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλο
μσν.
1. απωθώ, αποκρούω
2. ξεκινώ με κατεύθυνση προς κάποιο μέρος, κατευθύνομαι
3. μέσ. α) ορμώ, επιτίθεμαι
β) μτφ. ταράζομαι, αναστατώνομαι, τρομάζω
γ) μετατοπίζομαι, περπατώ, βαδίζω
δ) απομακρύνομαι
αρχ.
μεταβάλλω, τροποποιώ, αλλάζω («Κίμωνα, ὅτι τὴν Παρίων μετεκίνησε πολιτείαν ἐφ' ἑαυτοῦ», Δημοσθ.).