μηχανοποιία
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
Greek (Liddell-Scott)
μηχανοποιία: ἡ τέχνη τοῦ μηχανοποιοῦ, μεταγεν.
Greek Monolingual
μηχανοποΐα, ἡ (Α) μηχανοποιός
1. η τέχνη του μηχανοποιού
2. η κατασκευή πολεμικών μηχανών.